- ανότιστος
- -η, -οαμούσκευτος, στεγνός: Το λιακωτό ήταν ανότιστο κι άπλωσαν εκεί το μαλλί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανότιστος — κ. ανότιγος, η, ο (Α ἀνότιστος, ον) αυτός που δεν έχει νοτιστεί, δεν έχει υγρανθεί, στεγνός … Dictionary of Greek
ἀνοτιστότερον — ἀνότιστος free from moisture adverbial comp ἀνότιστος free from moisture masc acc comp sg ἀνότιστος free from moisture neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνότιστον — ἀνότιστος free from moisture masc/fem acc sg ἀνότιστος free from moisture neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοτίστοις — ἀνότιστος free from moisture masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοτίστου — ἀνότιστος free from moisture masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοτίστῳ — ἀνότιστος free from moisture masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)